- προαπόβρεχε
- προαπόβρεχε , πρό , ἀπό-βρέχωAcut. (Sp.)pres imperat act 2nd sgπροαπόβρεχε , πρό , ἀπό-βρέχωAcut. (Sp.)imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.